- ἐξωτέρω
- ἐξώτεροςmore outsidemasc/neut nom/voc/acc dualἐξώτεροςmore outsidemasc/neut gen sg (doric aeolic)ἐξωτέρωmore outsideirreg̱comp indeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξωτέρῳ — ἐξώτερος more outside masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… … Dictionary of Greek
περίγλυφος — η, ο / περίγλυφος, ον, ΝΑ [περιγλύφω] νεοελλ. αυτός που είναι διακοσμημένος ολόγυρα με γλυπτές παραστάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίγλυφον σχήμα ή μορφή γλυπτή κυκλικά, γύρω γύρω («φοίνικες καὶ περίγλυφα ἐγκύπτοντα τῷ ἐσωτέρῳ καὶ τῷ ἐξωτέρῳ»,… … Dictionary of Greek
exotery — eˈxotery [? f. Gr. ἐξωτέρω + y3. (But prob. a misprint.)] Exoteric doctrine or instruction. [see esotery] … Useful english dictionary